καλοκομμένος

καλοκομμένος
-η, -ο
βλ. καλοκόβω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλοκομμένος — η, ο αυτός που έχει κοπεί καλά, ομορφοπλασμένος: Οι χυλοπίτες είναι καλοκομμένες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εΰτμητος — ἐΰτμητος, ον, (Α) (επικ. τ.) (για δερμάτινα αντικείμενα) αυτός που έχει τμηθεί καλά, ο καλοκομμένος, ο κομμένος με τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τμητός (< τέμνω)] …   Dictionary of Greek

  • καλοκόβω — 1. κόβω καλά, είμαι πολύ κοφτερός («δεν καλοκόβει το μαχαίρι» 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) καλοκομμένος, η, ο α) κομμένος καλά, με ακρίβεια, με συμμετρία («καλοκομμένο κοστούμι») β) (μτφ. για ανθρώπους) καλοκαμωμένος, με καλή διάπλαση …   Dictionary of Greek

  • ομορφάνθρωπος — ο ο ωραίος, όμορφος άνθρωπος, καλοκαμωμένος, καλοκομμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”